Για την Baume & Mercier όλα άρχισαν με το κατάστημα ρολογιών που άνοιξαν το 1830 οι Louis-Victor και Célestin Baume στο ορεινό Les Bois, στο καντόνι των Jura. Ακολουθώντας το μότο «Μόνο η τελειότητα είναι αποδεκτή», οι αδερφοί Baume εδραίωσαν μια αξιοσέβαστη επιχείρηση, που το 1851 επεκτάθηκε στο Λονδίνο (με την επωνυμία «Baume Brothers») και δεν άργησε να καθιερωθεί διεθνώς. Συνδυάζοντας την κομψότητα με τις πρακτικές complications (των οποίων η γκάμα περιλάμβανε από minute repeater μέχρι tourbillon), η Baume et Μercier, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ιδρύθηκε το 1918, οπότε ο εγγονός του Louis-Victor, William, ένωσε στη Γενεύη τις δυνάμεις του με τον Paul Mercier.
Συνδυάζοντας τις δεξιότητες του πρώτου στην ωρολογοποιία με το επιχειρηματικό δαιμόνιο του δεύτερου, η μάρκα κατόρθωσε να βγει αλώβητη από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, να αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις και να μεγαλουργήσει.
Το 1988 η Baume et Mercier προσχωρεί στον όμιλο Vendôme, το σημερινό Richemont group. Επιδιώκοντας πάντα την ισορροπία που συμβολίζει το ελληνικό γράμμα «Φ» (το λογότυπό της), η μάρκα συνέχισε να εμπλουτίζει το portfolio της με επιτυχημένες συλλογές: τις Clifton, Classima, Baumatic και Hampton για αμφότερα τα φύλα, αλλά και τις υπέρκομψες Promesse και Linea.
Αποκλειστικός αντιπρόσωπος: Chronoflam