Γιορτάζοντας φέτος την 190ή επέτειό της, η ωρολογοποιία από το Saint-Imier συνεχίζει να γράφει τη δική της ιστορία, δημιουργώντας ρολόγια που έχουν κομψότητα, δύναμη και ομορφιά, εσωτερικά και εξωτερικά. Ο CEO της Matthias Breschan μάς ξεναγεί στην κληρονομιά της
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς στο ορεινό Saint-Imier είναι το εργοστάσιο της Longines – ένα κτίριο που συμβολίζει μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία του ελβετικού ρολογιού: την απαρχή της μαζικής παραγωγής σε βιομηχανική κλίμακα.
Η ιστορία της manufacture αρχίζει το 1832, με τον ερχομό του Auguste Agassiz στο Saint-Imier. Εκεί όπου ο νεαρός ωρολογοποιός ίδρυσε μια εταιρεία με την επωνυμία Raiguel Jeune & Cie. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1861, ο Agassiz έφερε στην επιχείρηση τον ανιψιό του, Ernest Francillon, έναν ευφυή άνθρωπο, ο οποίος διακρινόταν για το επιχειρηματικό πνεύμα του. Πολύ σύντομα, ο Francillon ανέλαβε τη διοίκηση της μικρής ωρολογοποιίας, η παραγωγή της οποίας βασιζόταν στο etablissage: τη συναρμολόγηση ρολογιών με εξαρτήματα από εξωτερικούς προμηθευτές. Εκείνος, όμως, είχε το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον – τη μηχανοποιημένη μαζική παραγωγή. Ήδη από τη δεκαετία του 1860, άρχισαν να εμφανίζονται στην ελβετική αγορά τα πρώτα αμερικανικά ρολόγια μαζικής παραγωγής, ενώ μέχρι τα 1870, οι εισαγωγές από την Αμερική στην Ευρώπη αντιπροσώπευαν μια σοβαρή απειλή για την παράδοση του ελβετικού χειροποίητου ρολογιού. Φαίνεται, όμως, πως ο Ernest Francillon είχε την κατάσταση υπό έλεγχο. Το 1866, άρχισε να ανακαινίζει ένα παλιό μύλο πλάι στον ποταμό Suze, που θα παρείχε την ενέργεια για τη λειτουργία των μηχανημάτων του. Η περιοχή αποκαλείτο «les longines»: μακρύ λιβάδι.
Εντωμεταξύ, έστειλε τον τεχνικό διευθυντή του, Jacques David, στην Αμερική. Ο David έφτασε στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1867, παρακολούθησε την Έκθεση της Φιλαδέλφειας και επισκέφτηκε αρκετά αμερικανικά εργοστάσια ωρολογοποιίας. Επέστρεψε στην Ελβετία τον Νοέμβριο του 1877 και έγραψε στη Διακαντονική Εταιρεία μια μακροσκελή, λεπτομερή αναφορά, προειδοποιώντας ότι οι αμερικανικές μέθοδοι παραγωγής θα παραγκώνιζαν την ελβετική ωρολογοποιία. Οκτώ αντίγραφα αυτής της αναφοράς μοιράστηκαν στις μεγαλύτερες ωρολογοποιίες της εποχής, μεταξύ των οποίων ήταν η Longines, στην οποία πρότεινε να χρησιμοποιήσει μηχανήματα για να παράγει όσο το δυνατό περισσότερα εξαρτήματα. Κι έτσι, η μικρή ωρολογοποιία επεκτάθηκε για να φιλοξενήσει αυτό τον εξοπλισμό. Και επεκτάθηκε ξανά το 1900, για να γίνει το μεγαλύτερο εργοστάσιο της περιοχής, πάντα στο «μακρύ λιβάδι», που οι εργάτες επαινούσαν για τη γαλήνη, το φως και τον καθαρό αέρα του. Λίγο πριν από τον θάνατο του Ernest Francillon -την προτομή του οποίου μπορεί να θαυμάσει ο επισκέπτης του Saint-Imier στην place du Marché- στις 20 Απριλίου του 1900, η ωρολογοποιία δίπλα στον ποταμό υιοθέτησε επισήμως την επωνυμία «Longines».
Διαβάστε περισσότερα στο Chronos Plus που κυκλοφορεί!