Ο καθορισμός της διάρκειας του δευτερολέπτου γίνεται με τη χρήση των ατομικών ρολογιών, με τη βοήθεια των οποίων έχει οριστεί επιστημονικά ως 9.192.631.770 παλινδρομήσεις του στοιχείου καισίου ανάμεσα σε δύο καταστάσεις.
Το ατομικό ρολόι καισίου είναι εκείνο το όργανο που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες, κυρίως λόγω της αξιοπιστίας του, η οποία το κάνει να χάνει μόλις ένα δευτερόλεπτο κάθε 100 εκατομμύρια χρόνια. Το ατομικό ρολόι καισίου όμως δεν μπορεί όμως να διαιρέσει ένα δευτερόλεπτο παραπάνω από τη συχνότητα ταλάντωσής του, περιορίζοντάς την ακρίβεια στη μέτρηση του χρόνου ενός ευαίσθητου πειράματος.
Το ατομικό ρολόι από υπέρβιο, χρειάζεται 518 τρισεκατομμύρια ταλαντώσεις για να «μετρήσει» ένα δευτερόλεπτο, ταλαντώνεται περίπου 100.000 φορές πιο γρήγορα από το καίσιο και θεωρείται περισσότερο ακριβές, αλλά παραμένουν τα ερωτήματα για την αξιοπιστία του. Οι επιστήμονες, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Science έχουν κατακτήσει το ρεκόρ ακρίβειας με ένα ατομικό ρολόι από υπέρβιο.
Το σημαντικό στην ανακάλυψη είναι πως πλέον μπορούν να μετρηθούν φαινόμενα που απαιτούν εξαιρετική ακρίβεια. Με τη βοήθειά του για παράδειγμα, οι επιστήμονες είναι σε θέση να καταγράψουν διαφορές στην πάροδο χρόνου που βιώνουν δύο αντικείμενα, όταν το ένα βρίσκεται σε απόσταση ενός εκατοστού πάνω από το άλλο. Όπως επιτάσσει η Γενική θεωρία της Σχετικότητας, η βαρύτητα επηρεάζει την πάροδο του χρόνου: ο χρόνος περνάει πιο αργά για αντικείμενα πιο κοντά στο κέντρο της Γης για παράδειγμα, όπου η βαρύτητα είναι μεγαλύτερη από ό,τι στην κορυφή ενός βουνού.
Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα να εξεταστεί η Γενική Σχετικότητα με ακρίβεια ενός μέρους στα εκατό εκατομμύρια, πολύ μεγαλύτερη από όλους τους μέχρι σήμερα ελέγχους. Αν και εξαιρετικά επιτυχημένη θεωρία, η Γενική Σχετικότητα δε συμβιβάζεται με τη κβαντική μηχανική, και κάποιοι επιστήμονες αναμένουν πως ίσως να καταρρέει σε κάποιο θεμελιώδες επίπεδο, αναδεικνύοντας μια βαθύτερη θεωρία.
Πηγή: Ναυτεμπορική